- ἀλλήναλλος
- ἀλλήναλλος, ον,A this way and that, irregular,
κίνησις Theo Sm. p.151
H. Adv.-ως Eustr.in APo149.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίνησις Theo Sm. p.151
H. Adv.-ως Eustr.in APo149.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλήναλλος — ἀλλήναλλος, ον (ΑΜ) αυτός που κατευθύνεται πότε εδώ και πότε εκεί, αλλοπρόσαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄλλην + ἄλλος] … Dictionary of Greek
ἀλληνάλλως — ἀλλήναλλος this way and that adverbial ἀλλήναλλος this way and that masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλήναλλον — ἀλλήναλλος this way and that masc/fem acc sg ἀλλήναλλος this way and that neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληνάλλου — ἀλλήναλλος this way and that masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληνάλλῳ — ἀλλήναλλος this way and that masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek